Για το συμβάν της Αμαρύνθου
Τις τελευταίες μέρες το γνωστό περιστατικό του βιασμού στην Αμάρυνθο με έχει βάλει σε σκέψεις, όχι τόσο για το γεγονός καθ’ εαυτό, αλλά για τον τρόπο αντιμετώπισής του από την πολιτεία, τα ΜΜΕ και την κοινωνία. Είναι κρίμα ένα τόσο σοβαρό γεγονός το οποίο θα μπορούσε να μας κάνει να σκεφτούμε το ‘που πάμε’ ως κοινωνία, να ευτελίζεται σε λογύδρια εναντίον των καταλήψεων και αρθρογραφία για το κατά πόσον θα έπρεπε γνωστός δημοσιογράφος να δείξει σκηνές από πικάντικα βιντεάκια με πρωταγωνιστές ανήλικους. Δυστυχώς, άλλη μια φορά, για χάρη του θεάματος χάνεται η ουσία, η οποία βρίσκεται στο τρίπτυχο σεξισμός - ρατσισμός – στρουθοκαμηλισμός. Η συγκεκριμένη υπόθεση, περικλείει τον διάχυτο σεξισμό της κοινωνίας απέναντι στο θύμα, τη ρατσιστική αντιμετώπιση του και το στρουθοκαμηλισμό του νεοέλληνα απέναντι σε υπαρκτές καταστάσεις, οπότε έχει ενδιαφέρον να δούμε την καταγωγή του κάθε ενός από αυτά.
Ο σεξισμός, καλλιεργείται καταρχήν από τα δύο μεγάλα κόμματα. Το μέτρο της ελάχιστης ποσόστοσης (30%) των γυναικών στα εκλογικά ψηφοδέλτια, φτιάχτηκε από αυτά έχοντας ως στόχο την αντιμετώπιση του υπαρκτού (στα δύο μεγάλα κόμματα) προβλήματος της υποαντιπροσώπευσης του γυναικείου φύλλου. Όμως, το μέτρο αυτό δείχνει και την αποτυχία των δύο κομμάτων, καθώς έμμεσα παραδέχονται ότι χωρίς το νόμο το πρόβλημα θα χρόνιζε και συγχρόνως αποτελεί νομιμοποίηση του σεξισμού διότι αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως είδος προς προστασία! Μάλιστα, τις ελάχιστες φορές που κάποιο από τα δύο κόμματα εμφανίσει ψηφοδέλτιο με γυναικείο πληθυσμό της τάξης του 40% (όπως πρόσφατα υποψήφιος για το δήμο Αθηναίων), το γεγονός προβάλλεται άκρως σεξιστικά, με φωτογραφήσεις του υποψηφίου με τις γυναίκες σε στυλ πασαρέλας.
Επίσης, το τελευταίο διήμερο προβλήθηκε αρκετά η πρωτοβουλία του αρχιεπίσκοπου Χριστόδουλου να συναντηθεί με το θύμα. Όμως, αυτό το γεγονός δεν αναιρεί το ότι ο αρχιεπίσκοπος, όπως και το σύνολο των ‘πατέρων’ και ‘παππούληδων’ της εκκλησίας, ηγούνται ή συμμετέχουν σε μία δομή που διατηρεί τα υπάρχοντα σεξιστικά στερεότυπα. Έτσι, έχουμε μία επαρχία της Ελλάδας, το άγιο όρος, όπου ο μισός πληθυσμός δεν μπορεί να την επισκεπτεί όχι για θρησκευτικούς λόγους, αλλά επειδή γεννήθηκε με ‘μιαρό’ φύλλο. Επίσης, για τον ίδιο λόγο, ο μισός πληθυσμός δεν μπορεί, στις εκκλησίες, να εισέλθει στην αγία τράπεζα καθώς και να κοινωνήσει τις ημέρες της περιόδου!
Ακόμα, στη συγκεκριμένη υπόθεση βλέπω και διαβάζω για το ζήλο της αστυνομίας και τη θέρμη του τακτικού ανακριτή, προκειμένου να ‘χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση’. Όμως, από το 91 μέχρι σήμερα, σε ελάχιστες περιπτώσεις οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές έδειχναν την ίδια διάθεση. Ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η ελληνική επαρχία είναι γεμάτη από μαγαζιά με ταμπέλες ‘προσεχώς Βουλγάρες’, με ‘εργαζόμενες’ ως επί το πλείστον θύματα του traffiking. Τι κάνανε οι αστυνομικές αρχές όλο αυτό τον καιρό; Συνήθως το παραβλέπανε, ενίοτε και διασκεδάζανε εκεί. Τις ελάχιστες περιπτώσεις που το γεγονός έφτανε στα δικαστήρια, οι ένοχοι ήταν εξαφανισμένοι και τα θύματα μετατρέπονταν σε κατηγορούμενες για παράνομη είσοδο στη χώρα.
Επιπλέον, όσο και αν θέλουμε να βαυκαλιζόμαστε για την ανεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας, η αλήθεια είναι διαφορετική. Ο ρατσισμός είναι υπαρκτός και μεγάλο μερίδιο της σημερινής κατάστασης οφείλεται στην αδράνεια της ελληνικής πολιτείας τα τελευταία 15 χρόνια. Ήδη από το 1989, με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, διαφαινόταν η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης. Παρ’ όλα αυτά, ουδέποτε έγινε προγραμματισμός για τις στρατιές των οικονομικών μεταναστών που θα ακολουθούσαν. Ακόμα και μετά το 1991, οπότε και η ελληνική επικράτεια δέχτηκε εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες, η πολιτεία αναλώθηκε σε επιχειρήσεις-σκούπα και επαναπροωθήσεις τους στις χώρες καταγωγής τους, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Αν, αντίθετα, είχε δημιουργηθεί ένας φορέας με στόχο την ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία και την προετοιμασία της τελευταίας, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα.
Το τελευταίο σημείο που αξίζει να αναφερθεί είναι ο στρουθοκαμηλισμός των ΜΜΕ απέναντι σε ένα φαινόμενο που τα ίδια καλλιέργησαν. Η σημερινή τηλεόραση, προβάλλει την δημοσιογραφία και τη διασκέδαση της κλειδαρότρυπας και μάλιστα στις ζώνες υψηλής τηλεθέασης. Όταν στρατιές εφήβων μεγαλώνουν με πρότυπα από τους διάφορους κλόνους του big brother, όταν η ενημέρωση και οι αποκαλύψεις των δελτίων ειδήσεων και των ‘ενημερωτικών’ εκπομπών βασίζονται στην κρυφή κάμερα, όταν η μεσημεριανή ζώνη έχει κατακλυστεί από εκπομπές παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής των ‘σταρ’ που η ίδια γέννησε, γιατί μας εκπλήσσει η ψυχραιμία των μαθητριών που κατέγραφαν στα κινητά τους τη σκηνή του βιασμού ή των πρωταγωνιστών σε ανάλογα βιντεάκια; Όταν τα ίδια τα κανάλια αποθεώνουν τη λογική της ‘ξεπέτας’ και το πρότυπο του ‘ξέκολου’ στην πλειονότητα των σειρών τους, μάλιστα κάποιες από αυτές όπως το sex and the city αποτελούν τη ‘ναυαρχίδα’ τους, γιατί μας εκπλήσσει η παρόμοια συμπεριφορά των δεκαπενταρηδων; Και τέλος, πόσο συνεπές είναι να καυτηριάζουν την συμπεριφορά του δημοσιογράφου που πρόβαλλε κάποια από τα βιντεάκια οι εφημερίδες που κάθε εβδομάδα διανέμουν τσοντοσιντί ή οι εκδότες τους προωθούν γραμμές 090;
Δυστυχώς, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρότερα από όσο παρουσιάζονται και το ακόμα τραγικότερο είναι ότι ελάχιστοι φαίνεται να συνειδητοποιούν την έκταση τους.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment